- πλανοστιβης
- πλανοστιβήςπλᾰνο-στῐβής2по которому проходят в скитаниях
(χθών Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χθών Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πλανοστιβής — ές, Α (για τόπους, χώρες) αυτός τον οποίο πατούν περιπλανώμενοι άνθρωποι («βεβῶντ ἄν ἀεὶ τὴν πλανοστιβῆ χθόνα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάνος (< πλανῶμαι) + στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. νιφο στιβής, χθονο στιβής] … Dictionary of Greek
πλανοστιβῆ — πλανοστιβής trodden by wanderers neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλανοστιβής trodden by wanderers masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πλανοστιβής trodden by wanderers masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)